κι εκεί που τελειώνει το κρασί -από το ποτήρι, το μπουκάλι είναι κάπου στη μέση- και έχεις ένα κεφάλι μισοάδειο, αποφασίζεις να blogαρεις. Αλήθεια, είστε περίεργοι για το τί θα γράψω; μα, ο τίτλος τα λέει όλα. Και μιας και η σημερινή μέρα είναι κατεξοχήν "οικογενειακή μέρα", το θέμα μου θα είναι οι οικογενειακές συγκεντρώσεις..
πρωινοί τύποι: οι μπαμπάδες (οι δικοί μας και ο δικός τους). Θα σηκωθούν, θα σηκώσουν τον κόσμο με τις φωνές τους και τα κλασικά "έλα τέλειωνε δεν πάμε για μια εβδομάδα, αυθημερόν πάμε, που θα τα βάλουμε όλα αυτά;", "άμα δε βάλεις κραγιόν θα σε κακοχαρακτηρίσει η γειτονιά;" και "τα παιδιά, πάρε αυτά που θα ψήσουμε για τα παιδιά, μη μείνουν νηστικά" προς τις μανάδες μας που ξύπνησαν λίγο μετά από αυτούς. Πραγματικά οι μπαμπάδες όταν ξεκινάνε να πάνε για στήσιμο-ψήσιμο κατσικιού, κάνουν σαν να πηγαίνουν στο κυνήγι. Να μην αργήσουν -περά από τις 7 (!)-, να είναι όλα έτοιμα και στην πόρτα και φυσικά να μην χρειαστούν τίποτα περά των "απαραιτήτων". Κι αφού η φασαρία τους έχει ξυπνήσει όλη τη γειτονιά -και κοντεύει να καταφέρει και τον δικό μας ύπνο- ξεκινούν για το δρόμο τους. Δε θέλω να μάθω τι λέγεται μέσα στο αυτοκίνητο (μπορώ όμως να θυμηθώ).
δεύτεροι πρωινοί τύποι -ε, καλά, όχι και τόσο, -εκτός αν το 12 το λες ακόμα πρωί- εμείς. Ξυπνάμε ΠΑΝΤΑ χαλαρά, πλύσιμο, ντύσιμο, πρωινό (καφέ) και συμμάζεμα κρεβατιών στο πολύ χαλαρό, συνεννόηση με ξαδέλφια για να ξεκινήσουμε μαζί και στο δρόμο μας. Στο αυτοκίνητο τα πρώτα λεπτά και μέχρι να ξυπνήσουμε εντελώς ακούμε μόνο μουσική. Τελικά στην οικογένεια μας κάνεις δε θέλει να μιλάει πρωινιάτικο (είπαμε, έκτος από τους μπαμπάδες).
φτάνοντας δε, στον τόπο συνάντησης με τους υπόλοιπους αρχίζουν τα γνωστά "α, ήρθαν τα παιδιά! κουνηθείτε βρε, που πήγε η ζωντάνια σας;". Πού να κάθεσαι να τους εξηγείς τα ωφέλη του να ΜΗΝ ξυπνάς νωρίς.. Την ώρα λοιπόν που έχουμε φτάσει εμείς, τα φαγητά είναι μισοέτοιμα όποτε γλυτώνεις τον κόπο του "κάνε μια σαλάτα", "πάνε τα μπιφτέκια στο μπαμπά να τα ψήσει", άρα αρπάζεις μια καρέκλα και κάθεσαι στον ήλιο. Συνειδητοποιείς ακόμα μια φορά ότι η οικογένεια σου φωνάζει πολύ. Πραγματικά πολύ και απορείς πώς οι γείτονες έχουν ακόμη καλές σχέσεις μαζί σας και δε σας έχουν αφορίσει από τη γειτονιά! Το όμορφο της υπόθεσης είναι ότι κάθεσαι με τα αδέρφια και τα ξαδέλφια σου και ακούς τις συζητήσεις των μεγάλων κάνοντας σχόλια υποβολέα. Ακούς τις κλασικές ιστορίες οι οποίες παίζουν ΠΑΝΤΑ σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις και φυσικά αφού πια έχεις μάθει καλά την ιστορία και "τι μέλλει γενέσθαι" συμπληρώνεις στην ιστορία αυτό που ο μπαμπάς/θειος/παππούς σου ξέχασε αυτή τη φορά να αναφέρει. Γέλια μέχρι δακρύων.
κι αφού φτάνει η ώρα του φαγητού και όλοι μαζεύεστε γύρω από το τραπέζι ψάχνοντας να βρείτε ποιος θα καθίσει που και δίπλα σε ποιον (αφού ο μετρ ξέχασε να βάλει τα ταμπελάκια με τα ονόματα σας στις αντίστοιχες θέσεις) οι μπαμπάδες έχουν ήδη στρωθεί και φωνάζουν (τι περίεργο!) "τι θα πιουν τα παιδιά; ρετσίνα, κρασί, τσίπουρο, μπύρα; τι νερό ρε; τέτοια μέρα νερό;". Τη θέση τελικά τη βρίσκεις, κάθεσαι και αρχίζουν τα τσουγκρίσματα. Πάντα στο τραπέζι υπάρχει κάποιος που θα στραβοτσουγκρήσει το ποτήρι του, θα χυθεί από μέσα το ποτό πάνω στο άσπρο καλό τραπεζομάντιλο, η μάνα θα δαγκωθεί και οι υπόλοιποι θα φωνάξουν "γούρι, γούρι!". Οι συζητήσεις θα συνεχίσουν βέβαια, αυτή τη φορά με επίκεντρο τα παιδιά και τις ασχολίες αυτών. Δυστυχώς για μερικούς -ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε- έρχεται η σειρά τους και θα πρέπει να υποστούν (ή όχι) τις γνωστές ερωτήσεις: "κανένα παλικάρι γνωρίσαμε;" "πότε θα σε παντρέψουμε εσένα;" ή σπόντες τύπου "η Μαρία του θείου Σπύρου αρραβωνιάστηκε". Κι εκεί το ποτήρι ξεχειλίζει (όχι πάνω στο τραπέζι, αλλιώς η μάνα θα ξαναδαγκωθεί). Λες το γνωστό "ευτυχώς εγώ μπορώ να αυτοσυντηρηθώ και δε χρειάζεται να συμβιώσω με κανέναν" και το θέμα λήγει εκεί. Η μάνα μεν ξαναδαγκώνεται, αυτή τη φορά όμως για άλλο λόγο. Η συζήτηση αλλάζει ρότα -ω, τι περίεργο- κι εσύ συνεχίζεις να τρως με την ίδια όρεξη. Για τους άλλους δεν ξέρεις, δε σε νοιάζει κιόλας!
η χειρότερη ώρα είναι αυτή του μαζέματος των πιάτων. Εκεί που έχεις φάει και νιώθεις τη χολή να βοηθάει στην πέψη με ρυθμό νωχελικό, πρέπει να βοηθήσεις στο "σήκωμα" του τραπεζιού.
Ακολουθεί καφές με γλυκό. Άξιο αναμονής. Είναι η ώρα που δε μιλάμε και πολύ. Αλλά είπαμε: όταν μιλάμε φωνάζουμε. Μη ξεχνιόμαστε! Οι δεύτεροι πρωινοί τύποι -εμείς δηλαδή- κοιτάμε ήδη τα ρολόγια μας κι αυτό σημαίνει αυτόματα "μαμαααά, μαζέψτε εσείς τα πιάτα, εμείς πρέπει να γυρίσουμε πίσω γιατί μας περιμένουν για καφέ". Συνήθως τάζουμε και "δουλειά" για την επομένη προς εξιλέωση μας, ασχέτως αν τηρούμε το λόγο μας, γιατί και αύριο κάπου θα έχουμε να πάμε και δεν θα προλαβαίνουμε! Έτοιμοι λοιπόν και στην πόρτα με τα κλειδιά από το αυτοκίνητο στα χέρια. Κι εκεί αρχίζουν τα τελευταία κλασικά: "να προσέχετε στο δρόμο" "μην τρέχετε, καλύτερα να φτάσετε αργοπορημένοι και σώοι" και τα λοιπά και τα λοιπά.. Ο δρόμος της επιστροφής πολύ πιο χαρούμενος. Φάγαμε, ήπιαμε, ε τι στο καλό άλλο θέλουμε;
πρωινοί τύποι: οι μπαμπάδες (οι δικοί μας και ο δικός τους). Θα σηκωθούν, θα σηκώσουν τον κόσμο με τις φωνές τους και τα κλασικά "έλα τέλειωνε δεν πάμε για μια εβδομάδα, αυθημερόν πάμε, που θα τα βάλουμε όλα αυτά;", "άμα δε βάλεις κραγιόν θα σε κακοχαρακτηρίσει η γειτονιά;" και "τα παιδιά, πάρε αυτά που θα ψήσουμε για τα παιδιά, μη μείνουν νηστικά" προς τις μανάδες μας που ξύπνησαν λίγο μετά από αυτούς. Πραγματικά οι μπαμπάδες όταν ξεκινάνε να πάνε για στήσιμο-ψήσιμο κατσικιού, κάνουν σαν να πηγαίνουν στο κυνήγι. Να μην αργήσουν -περά από τις 7 (!)-, να είναι όλα έτοιμα και στην πόρτα και φυσικά να μην χρειαστούν τίποτα περά των "απαραιτήτων". Κι αφού η φασαρία τους έχει ξυπνήσει όλη τη γειτονιά -και κοντεύει να καταφέρει και τον δικό μας ύπνο- ξεκινούν για το δρόμο τους. Δε θέλω να μάθω τι λέγεται μέσα στο αυτοκίνητο (μπορώ όμως να θυμηθώ).
δεύτεροι πρωινοί τύποι -ε, καλά, όχι και τόσο, -εκτός αν το 12 το λες ακόμα πρωί- εμείς. Ξυπνάμε ΠΑΝΤΑ χαλαρά, πλύσιμο, ντύσιμο, πρωινό (καφέ) και συμμάζεμα κρεβατιών στο πολύ χαλαρό, συνεννόηση με ξαδέλφια για να ξεκινήσουμε μαζί και στο δρόμο μας. Στο αυτοκίνητο τα πρώτα λεπτά και μέχρι να ξυπνήσουμε εντελώς ακούμε μόνο μουσική. Τελικά στην οικογένεια μας κάνεις δε θέλει να μιλάει πρωινιάτικο (είπαμε, έκτος από τους μπαμπάδες).
φτάνοντας δε, στον τόπο συνάντησης με τους υπόλοιπους αρχίζουν τα γνωστά "α, ήρθαν τα παιδιά! κουνηθείτε βρε, που πήγε η ζωντάνια σας;". Πού να κάθεσαι να τους εξηγείς τα ωφέλη του να ΜΗΝ ξυπνάς νωρίς.. Την ώρα λοιπόν που έχουμε φτάσει εμείς, τα φαγητά είναι μισοέτοιμα όποτε γλυτώνεις τον κόπο του "κάνε μια σαλάτα", "πάνε τα μπιφτέκια στο μπαμπά να τα ψήσει", άρα αρπάζεις μια καρέκλα και κάθεσαι στον ήλιο. Συνειδητοποιείς ακόμα μια φορά ότι η οικογένεια σου φωνάζει πολύ. Πραγματικά πολύ και απορείς πώς οι γείτονες έχουν ακόμη καλές σχέσεις μαζί σας και δε σας έχουν αφορίσει από τη γειτονιά! Το όμορφο της υπόθεσης είναι ότι κάθεσαι με τα αδέρφια και τα ξαδέλφια σου και ακούς τις συζητήσεις των μεγάλων κάνοντας σχόλια υποβολέα. Ακούς τις κλασικές ιστορίες οι οποίες παίζουν ΠΑΝΤΑ σε τέτοιου είδους συγκεντρώσεις και φυσικά αφού πια έχεις μάθει καλά την ιστορία και "τι μέλλει γενέσθαι" συμπληρώνεις στην ιστορία αυτό που ο μπαμπάς/θειος/παππούς σου ξέχασε αυτή τη φορά να αναφέρει. Γέλια μέχρι δακρύων.
κι αφού φτάνει η ώρα του φαγητού και όλοι μαζεύεστε γύρω από το τραπέζι ψάχνοντας να βρείτε ποιος θα καθίσει που και δίπλα σε ποιον (αφού ο μετρ ξέχασε να βάλει τα ταμπελάκια με τα ονόματα σας στις αντίστοιχες θέσεις) οι μπαμπάδες έχουν ήδη στρωθεί και φωνάζουν (τι περίεργο!) "τι θα πιουν τα παιδιά; ρετσίνα, κρασί, τσίπουρο, μπύρα; τι νερό ρε; τέτοια μέρα νερό;". Τη θέση τελικά τη βρίσκεις, κάθεσαι και αρχίζουν τα τσουγκρίσματα. Πάντα στο τραπέζι υπάρχει κάποιος που θα στραβοτσουγκρήσει το ποτήρι του, θα χυθεί από μέσα το ποτό πάνω στο άσπρο καλό τραπεζομάντιλο, η μάνα θα δαγκωθεί και οι υπόλοιποι θα φωνάξουν "γούρι, γούρι!". Οι συζητήσεις θα συνεχίσουν βέβαια, αυτή τη φορά με επίκεντρο τα παιδιά και τις ασχολίες αυτών. Δυστυχώς για μερικούς -ονόματα δε λέμε, υπολήψεις δε θίγουμε- έρχεται η σειρά τους και θα πρέπει να υποστούν (ή όχι) τις γνωστές ερωτήσεις: "κανένα παλικάρι γνωρίσαμε;" "πότε θα σε παντρέψουμε εσένα;" ή σπόντες τύπου "η Μαρία του θείου Σπύρου αρραβωνιάστηκε". Κι εκεί το ποτήρι ξεχειλίζει (όχι πάνω στο τραπέζι, αλλιώς η μάνα θα ξαναδαγκωθεί). Λες το γνωστό "ευτυχώς εγώ μπορώ να αυτοσυντηρηθώ και δε χρειάζεται να συμβιώσω με κανέναν" και το θέμα λήγει εκεί. Η μάνα μεν ξαναδαγκώνεται, αυτή τη φορά όμως για άλλο λόγο. Η συζήτηση αλλάζει ρότα -ω, τι περίεργο- κι εσύ συνεχίζεις να τρως με την ίδια όρεξη. Για τους άλλους δεν ξέρεις, δε σε νοιάζει κιόλας!
η χειρότερη ώρα είναι αυτή του μαζέματος των πιάτων. Εκεί που έχεις φάει και νιώθεις τη χολή να βοηθάει στην πέψη με ρυθμό νωχελικό, πρέπει να βοηθήσεις στο "σήκωμα" του τραπεζιού.
Ακολουθεί καφές με γλυκό. Άξιο αναμονής. Είναι η ώρα που δε μιλάμε και πολύ. Αλλά είπαμε: όταν μιλάμε φωνάζουμε. Μη ξεχνιόμαστε! Οι δεύτεροι πρωινοί τύποι -εμείς δηλαδή- κοιτάμε ήδη τα ρολόγια μας κι αυτό σημαίνει αυτόματα "μαμαααά, μαζέψτε εσείς τα πιάτα, εμείς πρέπει να γυρίσουμε πίσω γιατί μας περιμένουν για καφέ". Συνήθως τάζουμε και "δουλειά" για την επομένη προς εξιλέωση μας, ασχέτως αν τηρούμε το λόγο μας, γιατί και αύριο κάπου θα έχουμε να πάμε και δεν θα προλαβαίνουμε! Έτοιμοι λοιπόν και στην πόρτα με τα κλειδιά από το αυτοκίνητο στα χέρια. Κι εκεί αρχίζουν τα τελευταία κλασικά: "να προσέχετε στο δρόμο" "μην τρέχετε, καλύτερα να φτάσετε αργοπορημένοι και σώοι" και τα λοιπά και τα λοιπά.. Ο δρόμος της επιστροφής πολύ πιο χαρούμενος. Φάγαμε, ήπιαμε, ε τι στο καλό άλλο θέλουμε;
πολεμικός ανταποκριτής από το Πασχαλιάτικο τραπέζι για εσάς.. το Κωσταντάκι!