Ο Ελληνας πάντα είχε ένα κόλλημα για το τι λένε οι ξένοι γι’ αυτόν, λες και έχει ανάγκη να το ακούσει από τους άλλους
για ν’ αρχίσει να το πιστεύει ο ίδιος.
Οταν το τρένο μπήκε στον σταθμό του Kings Cross St. Pancras, άκουγα ένα παλιό τραγούδι του Λέοναρντ Κοέν. Δύο ώρες και ένα τέταρτο από το Παρίσι και φτάνεις μέσα στην καρδιά του Λονδίνου. Απάντησα σε e-mail, διάβασα όλες τιςεφημερίδες, κοίταξα μισό επεισόδιο του «Californication» στον υπολογιστή και άρχισα να ξεφυλλίζω το τελευταίο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού που αφιέρωσε στον Καζαντζίδη. Καθόμουν συμπτωματικά δίπλα στον Γάλλο πρώην πρωθυπουργό Λιονέλ Ζοσπέν, ήταν μαζί του και δύο πρώην υπουργοί Εξωτερικών, εκ των οποίων ο Ρολάν Ντιμά, στενός συνεργάτης του σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Μιτεράν και ανέκαθεν φίλος της Ελλάδος. «Κάνει καλή δουλειά ο Γιώργος και ξέρω πως τραβάει δύσκολα ζόρια η Ελλάδα», μου ανταποκρίθηκε ο Ντιμά και μετά βυθίστηκε σε μια οικονομική εφημερίδα. Μια ψιλή παγωμένη βροχή με υποδέχθηκε στη βρετανική πρωτεύουσα, σ’ αυτήν την ίδια πόλη όπου πριν από 42 χρόνια ο πατέρας μου ήρθε να «κλέψει» την τότε φοιτήτρια Χαρούλα που αργότερα θα γινόταν μάνα μου.
Να ’μαι λοιπόν μέσα στην καρδιά του City, στο οικονομικό και νευραλγικό κέντρo του Λονδίνου, με χιλιάδες κρυστάλλινα κτίρια γύρω μου να με κοιτάζουν αφ’ υψηλού. Αμέτρητα παράθυρα-καθρέφτες που δεν αντικατοπτρίζουν. Οταν δεν μπορείςνα δεις τον εαυτό σου καθαρά είτε μπροστά σ’ έναν καθρέφτη είτε στο τζάμι της βιτρίνας που χαζεύεις άθελάσου, μήπως εντέλει θα προσπαθήσεις να καταλάβεις ποιος είσαι πραγματικά έχοντας για καθρέφτη τα μάτια των άλλων; «Να μην κοιτάζεις τον καθρέφτη τη νύχτα», μου έλεγε η γιαγιά μου, «είναι ψεύτης». Αν λοιπόν ο καθρέφτης ψεύδεται κι αυτός, γιατί τότε να πιστέψω την αντανάκλασή μου στα μάτια του άλλου;
Ο Ελληνας πάντα είχε ένα κόλλημα για το τι λένε οι ξένοι γι’ αυτόν, λες και έχει ανάγκη να το ακούσει από τους άλλους για ν’αρχίσει να το πιστεύει ο ίδιος. Μπορεί ο καθρέφτης να βγάλει την ανασφάλεια, όταν είναι εξαρχής παραμορφωτικός και παραποιεί, αλλοιώνει, διαστρεβλώνει, παρουσιάζοντάς σε μίζερο, καχεκτικό και σακάτη ή αρκετά παχύ και καλοπερασάκια, φτάνοντας στο τέλος να σε απομονώνει; Παρακολούθησα στο Λονδίνο τη θεατρική παράσταση «Ωνάσης» με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Λίντσεϊ, ο οποίος είχε 25 χρόνια να ανέβει στη σκηνή. Το κείμενο έχει γράψει ο Μάρτιν Σέρμαν, εμπνευσμένο από το «Νέμεσις» του Πίτερ Εβανς, σε σκηνοθεσία της Νάνσι Μέκλερ. Από πού ν’ αρχίσω; Ειλικρινά δεν ξέρω, γιατί όπως και να ’χει δεν πρόκειται να βρω φως στο τούνελ.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης παρουσιάζεται σαν ένας κυνικός αθυρόστομος, σεξοπαθής (και εγκληματίας… γιατί ούτε λίγο ούτε πολύ αποκαλύπτεται ότι αυτός ήταν πίσω από τον θάνατο του Ρόμπερτ Κένεντι), ο οποίος χορεύει κάθε τρία λεπτά με υφάκι Αντονι Κουίν κάτι μεταξύ ζεϊμπέκικου και χασαποσέρβικου και ο καημένος προσπαθεί να τα τραγουδήσει ελληνικά αλλά του βγαίνουν ρουμάνικα. Ετσι ήταν ο Ωνάσης εξωτερικά; Τόσο πεζός ο εσωτερικός του κόσμος;
Οπως και να ’χει εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ, ας αφήσουμε την κρίση σ’ αυτούς που τον γνώρισαν. Το πρόβλημα είναι ότι για έναν ξένο το όλο πακέτο μοιάζει με πραγματικό, ενώ στην ουσία είναι ντεφορμέ, δηλαδή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο μια φαντασίωση. Η αιώνια παρεξήγηση με το τι είμαστε (όταν βρεθούμε σε φάση να το συνειδητοποιήσουμε) και το πώς θέλουν τελικά να μας βλέπουν οι άλλοι. Η οποία παρεξήγηση δεν έχει να κάνει με ανθελληνισμούς και τα τοιαύτα ή με εθνικές ταπεινώσεις που μας σερβίρουν οι εθνικόφρονες και διάφοροι τυχοδιώκτες της συνωμοσίας.
Δυστυχώς πρόκειται για κάτι πιο σοβαρό. Εδώ ένα στερεότυπο καθησυχάζει μια ολόκληρη κοινωνία γιατί μόνο έτσι έχουμε το δικαίωμα να υπάρχουμε στα μάτια τους. Και φταίμε και εμείς γι’ αυτόν τον αλλοιωμένο αντικατοπτρισμό. Ποιος είναι ψεύτης, ο καθρέφτης ή αυτός που κοιτάζεται στον καθρέφτη; Ναι, φταίμε κι εμείς που θελήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες να μοιάσουμε σε μια Δύση στην οποία δεν ανήκουμε και η οποία υπάρχει μόνο στα περιοδικά και στα χαρτιά. Οταν θες να υπάρξεις μόνο μέσα από τα μάτια των άλλων, μόνο μέσα από τον καθρέφτη,τότε δεν υπάρχεις πουθενά.Οπως και αυτοί που βλέπουν μια Ελλάδα που στην ουσία είναι ανύπαρκτη, ένα συνονθύλευμα καρικατούρας και προκαταλήψεων, ένα φλου αρτι-στίκ με λίγο κρασί, μπουζούκι και 12 θεούς εκπορνευμένους, έναν μεγιστάνα με απομεινάρια Ζορμπά που χαστουκίζει μια υστερική ανέραστη, παρωδία της Κάλλας, αποκαλώντας την στα ελληνικά «παλιοπουτάνα», και η οποία του απαντάει «είσαι μαλάκας», αλλά δυστυχώς και αυτό λάθος το λέει, γιατί ο τόνος μπήκε στο «μά». Αχ αυτή η προπαραλήγουσα… Πόσο να έτριξαν άραγε τα κόκαλα της Μαρίας Καλογεροπούλου και του Αριστοτέλη Σωκράτους Ωνάση χθες το βράδυ; Δεν μπορώ να σας πω πώς τελείωσε το θεατρικό έργο γιατί απλούστατα την έκανα με ελαφρά πηδηματάκια που λένε γιατί δεν ήθελα με τίποτα να θίξω κανέναν όπως και δεν ένιωσα θιγμένος. Απλά το θέαμα δεν με αφορούσε.
Η γιαγιά είχε δίκιο, μεγάλο λάθος να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη βράδυ, και ειδικά στο Λονδίνο. Κοντοστάθηκα στην είσοδο του «Novello Theatre», έβρεχε, δεν είχα ομπρέλα, σήκωσα όπως πάντα τον γιακά μου, σαν τις ταινίες με τον εραστή που δεν θέλει να αισθανθεί ζιγκολό όταν βγαίνει απ’ το ξενοδοχείο, άναψα ένα τσιγάρο και σιγοτραγούδησα εκείνο το άσμα που λέει ο Παπάζογλου, «Αχ Ελλάδα», σκεπτόμενος τα φυλακισμένα γλυπτά μας. Εκείνα τα σμιλευμένα μάρμαρα που ελπίζουν σε μια ανάσα και στο άσπρο φως της χώρας μας. Αυτό το φως που δεν μπορεί κανένας καθρέφτης να αντικατοπτρίσει. Τα όμορφα γλυπτά του Παρθενώνα σε απόσταση αναπνοής και τόσο μακριά μας.
άρθρο από το protothema.gr