ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΙΑ ΣΤΗ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ:
Οι Σαρακατσάνοι τα παιδιά τους, όταν βρισκόταν στο τσελιγκάτο, στην εκκλησία είτε του κοντινότερου χωριού, είτε καλούσαν έναν ιερέα στα καλύβια για την τέλεση του μυστηρίου. Το αξιοπρόσεκτο στα σαρακατσάνικα βαφτίσια ήταν το γεγονός ότι, συνήθως ο πατέρας του παιδιού απουσίαζε από το μυστήριο, καθώς ήταν «κοντά στα πρότα». Συνεπώς, στη βάφτιση παρίστατο μόνο η μητέρα, ο νονός και κάποιοι συγγενείς. Τα μεγαλύτερα παιδιά που ζούσαν στο τσελιγκάτο μετά το τέλος της βάφτισης, έτρεχαν να πουν το όνομα του νεοφώτιστου στον πατέρα και να πάρουν τα «σχαρίκια».
Μετά τη βάφτιση, πρέπει να σημειωθεί ότι, δεν γινόταν γλέντι.
Ο νονός χάριζε στο μωρό που θα βάφτιζε:
Η ΚΗΔΕΙΑ:
Όταν κάποιος σαρακατσάνος ή κάποια σαρακατσάνα έφευγε από τη ζωή, οι γυναίκες (συνήθως συγγενείς) του τσελιγκάτου τον «ετοίμαζαν». Αρχικά, έσχιζαν τα ρούχα που φορούσε για να διευκολυνθούν και έπειτα του φορούσαν την «καλή του την αλλαξιά». Έπειτα, τον τοποθετούσαν στο κέντρο της καλύβας.
Κάποια από τις γυναίκες ξεκινούσε πρώτη να μοιρολογεί και έπειτα τη συνόδευαν και οι υπόλοιπες. Τα λόγια του μοιρολογιού ήταν αυτοσχέδιες εκφράσεις πόνου και οδύνης για το άτομο που έφυγε από τη ζωή, για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του που θα τον στερούνταν, καθώς επίσης εξυμνούσαν και τα πρωτερίματα του. Κάποιες φορές μάλιστα, οι γυναίκες έλεγαν και δημοτικά τραγούδια προσαρμοσμένα στην λυπητερή περίσταση και στο όνομα του νεκρού ανθρώπου.
Αν ο θάνατος τύχαινε να επέλθει το καλοκαίρι, την επόμενη ημέρα τον έθαβαν στο νεκροταφείο του κοντινότερου χωριού. Για τη μεταφορά του νεκρού από τα καλύβια στο νεκροταφείο, έδεναν στα πλευρά του αλόγου 2 μεγάλα δεμάτι α από χλωρά ξύλα και εκεί επάνω έβαζαν τον νεκρό.
Όταν επέστρεφαν από την κηδεία στα καλύβια, έβαζαν το τραπέζι της «παρηγοριάς». Προσέφεραν χόρτα και συγκεκριμένα λάχανα για να λαχανιάσει ο χάρος και ελιές για να πικραθεί. Προσέφεραν δε και ένα ποτήρι κονιάκ.
Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια του πένθους, το οποίο διαρκούσε 3 χρόνια, φορούσαν κατάμαυρα ρούχα και τις ποδιές τους ανάποδα. Οι δε άνδρες έμεναν αξύριστοι μέχρι τα σαράντα.
ΤΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ:
Οι Σαρακατσάνοι όπως και υπόλοιποι Έλληνες, τιμούσαν τους νεκρούς τους πραγματοποιώντας μνημόσυνα στις 3 ημέρες μετά το θάνατο (τα γνωστά τριήμερα), στις 9 ημέρες 9 εννιάμερα και στις 40 ημέρες. Έπειτα, μνημόσυνα τελούσαν στους 6 μήνες και στο κλείσιμο ενός χρόνου από το θάνατο του αγαπημένου τους προσώπου.
Στα τριήμερα και στα εννιάμερα οι γυναίκες του σπιτιού έφτιαχναν τα κόλλυβα, τα θυμιάτιζαν και τα μοίραζαν σε κάθε καλύβι του τσελιγκάτου ή του χειμαδιού. Έδιναν επιπλέον και μία «κλούρα». Πρέπει να σημειωθεί ότι στους άντρες προσφέρονταν και μια γουλιά τσίπουρο ή ένα ποτήρι κρασί.
Στα σαράντα, όταν βρίσκονταν στο τσελιγκάτο, έφερναν παπά και «διάβαζαν» (έψελνε μνημόσυνο) τα κόλλυβα. Κατόπιν, έβαζαν τραπέζι με κρέας ή ψάρι, πίτα, σαλάτα κ.λ.π. Έως ώτου περάσουν τα σαράντα, μοίραζαν κόλλυβα και «κλούρες» όλα τα Σάββατα.
Στα εξάμηνα και στο χρόνο μοίραζαν μόνο κόλλυβα και κλούρες.
ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ:
Στη σαρακατσάνικη κοινωνία, οι αρραβώνες των νέων προέκυπταν από «προξενιό». Επειδή στο τσελιγκάτο υπήρχε σεβασμός στους μεγαλύτερους (γερόντους), όταν εκείνοι πρότειναν στον πατέρα ενός παιδιού πως είχαν «ένα καλό κορίτσ’ για το γιο τ’», ο πατέρας το λάμβανε σοβαρά υπόψη.
Πάντα όμως εύρισκε τον τρόπο να ρωτήσει αν όντως η κοπέλα ήταν καλή για το γιο του. Μάθαινε, δηλαδή, αν ήταν τίμια, καλή νοικοκυρά και από «καλό σπίτι». Μια καλή κοπέλα και συνεπώς μια καλή νύφη, κατά τους Σαρακατσαναίους, θα έπρεπε να γνωρίζει να ζυμώνει, να μαγειρεύει, να γνέθει, να υφαίνει και γενικά να κάνει όλες τις δουλειές που χρειάζεται μια οικογένεια. Τους Σαρακατσάνους δεν τους ενδιέφερε η ομορφιά, αλλά ούτε και η προίκα.
Όταν επρόκειτο να γίνει ο αρραβώνας, οι μελλοντικοί συμπέθεροι και το υπόλοιπο σόι τους συναντιόντουσαν, ώστε να συζητήσουν για το αν το μελλοντικό ζευγάρι ταίριαζε. Η συνάντηση αυτή πραγματοποιούνταν είτε στο παζάρι, είτε στα καλύβια. Εάν και εφόσον συμφωνούσαν, τότε άλλαζαν τα «σ’μάδια». Τα «σ’μάδια» ήταν το «συβομάντηλο», ένα ασημένιο δαχτυλίδι ή ένα φλουρί και ένα κλωνάρι βασιλικός. Το «συβομάντηλο» ήταν ένα κεντημένο κόκκινο μαντήλι. Η συμφωνία καθώς και τα «σ’μάδια» γινόταν από τους πατεράδες των μελλοντικών συζυγών, χωρίς εκείνοι να γνωρίζουν το παραμικρό.
Επιστρέφοντας στο κονάκι, ο πατέρας και το σόϊ του γαμπρού έριχναν ριπές στον αέρα (τουφέκαγαν) από μακριά για σύνθημα ότι «σύβασαν νύφη». Οι άνδρες έπαιρναν τη σκούφια του γαμπρού και του εύχονταν, ενώ εκείνος τους έδινε φιλοδώρημα (μπαχτσίσι). Το βράδυ ο πατέρας του γαμπρού έσφαζε αρνιά και γλεντούσαν.
Πρέπει να τονιστεί ότι, έως και την ημέρα του γάμου οι μελλοντικοί σύζυγοι δεν γνωρίζονταν αν ήταν από διαφορετικά τσελιγκάτα, αλλά και έστω από το ίδιο να ήταν δεν έρχονταν σε επαφή από ντροπή.
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ:
Οι Σαρακατσάνοι παντρεύονταν μόνο μεταξύ τους. Απέφευγαν το γάμο με ξένα συνάφια π.χ. βλάχους, χασιώτες, παλιοχωρίσιους κ.λ.π. για να μην «λωβιάσει» το αίμα τους, όπως έλεγαν. Στην πραγματικότητα, ο λόγος αυτής της ενδογαμικής παράδοσης σχετίζεται με το γεγονός ότι μια γυναίκα που δεν θα γνώριζε τα ήθη και τα έθιμα των Σαρακατσάνων και κυρίως το είδος και το βάρος της εργασίας, καθώς και της προσαρμογής της στις συνθήκες νομαδικής διαβίωσης, θα αντιμετώπιζε τρομερές δυσκολίες. Όμως, ούτε και γυναίκες από άλλες κοινωνικές κατηγορίες και επαγγελματικές ομάδες δεχόντουσαν από την πλευρά τους να παντρευτούν νομάδες. Αυτή η σαρακατσάνικη ενδογαμική παράδοση έσπασε όταν η νομαδική διαβίωση σταμάτησε και οι Σαρακατσάνοι άλλαξαν επαγγελματική απασχόληση, αποκτώντας μόνιμη κατοικία και εγκατάσταση. Παντρευόταν δε, σε μικρή σχετικά ηλικία για να εξασφαλίσουν εργατικά χέρια και «για να πιαστεί η γυναίκα απ’ αντρούς χέρι».
Με το γάμο τους, τα κορίτσια της οικογένειας έβγαιναν από το σπίτι του πατέρα τους και έμπαιναν στην οικογένεια του άνδρα τους, σε χωριστή ή στην οικογένεια του πεθερού τους, ζώντας έτσι για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα μαζί του, πριν η νέα οικογένεια αποχωρήσει τμηματικά, υλικά και οικονομικά και γίνει έτσι ανεξάρτητη.
Στο τσελιγκάτο, τον γάμο τον αποκαλούσαν «χαρά». Οι ετοιμασίες για το γάμο άρχιζαν από την Παρασκευή. Τότε ήταν που «έπιαναν τα προζύμια για την κλούρα τ’ γαμπρού» και «έραβαν τον φλαμ’πρα». Από την Τετάρτη μέχρι και την Παρασκευή, καλούσαν τον κόσμο. Τα ανύπαντρα κορίτσια καλούσαν τον κόσμο με ένα άσπρο μαντήλι γεμάτο κουφέτα που τα μοίραζαν στα καλύβια. Οι καλεσμένοι του γαμπρού άρχιζαν να μαζεύονται από το βράδυ της Παρασκευής έως και το πρωί του Σαββάτου. Επιπλέον, από το βράδυ της Παρασκευής ετοίμαζαν τα σφαχτά.
Το Σάββατο το πρωί ο γαμπρός και το σόι του ετοιμαζόταν να πάνε να πάρουνε τη νύφη. Όταν ξεκινούσαν για το γάμο «ξέμπηγαν το φλάμπουρα» από την καλύβα του γαμπρού όπου τον είχαν τοποθετήσει από την Παρασκευή, τραγουδώντας:
«κίνησαν τα τσανόϊπουλα
τα Σαρακατσανόπουλα,
να παν’ στον πέρα μαχαλά
πουν’ τα κορίτσια τα καλά».
Και οι άνδρες και οι γυναίκες πήγαιναν πάνω στα άλογα, φορώντας οι μεν άνδρες τις φουστανέλες τους, οι δε γυναίκες την «καλή» τους φορεσιά. Ο μπράτιμος πήγαινε δίπλα στον γαμπρό, κρατώντας τον φλάμπουρα. Όταν ξεκινούσε το «συμπεθεριακό» έπαιρνε μαζί του και δύο άδεια άλογα για να μεταφέρουν στην επιστροφή τη νύφη και τα προικιά της. Καθ’ όλη τη διαδρομή τραγουδούσαν. 200m πριν φτάσουν στα καλύβια της νύφης ξεπέζευαν, χόρευαν και έριχναν πιστολιές. Αν και από το σόι της νύφης απαντούσαν με πιστολιές, τότε χώριζαν από το συμπεθεριακό 5-10 άτομα, που με τα άλογα πήγαιναν και ξεπέζευαν στην αυλή της νύφης. Είχαν μαζί τους και κρασί. Ο πατέρας της νύφης τους περίμενε και αλλαλοκερνιώντουσαν κρασί. Έπειτα, έμπαιναν σε μια καλύβα χωρίς όμως να δούνε τη νύφη και εκεί αντάλλασαν τις κουλούρες με το σόι της νύφης. Επιπλέον τους μαντήλωναν. Εν συνεχεία, επέστρεφαν στους δικούς τους και όλοι μαζί ξεκινούσαν και πάλι για τα καλύβια της νύφης, τραγουδώντας και χορεύοντας. Πρέπει να σημειωθεί ότι, μπροστά πήγαιναν οι άνδρες από το σόι του γαμπρού και ακολουθούσε ο γαμπρός, τον οποίο συνόδευαν οι γυναίκες.
Από την άλλη πλευρά, το σόι της νύφης, έως ότου φτάσει ο γαμπρός, χόρευαν και τραγουδούσαν στην αυλή της. Ενώ, ο πατέρας της, περίμενε τους συμπεθέρους στην αυλή με κρασί και ένα λευκό μαντήλι.
Όταν στο καλύβι της νύφης έφτανε ο γαμπρός, πέταγε στο δρόμο ένα κόκκινο μήλο. Το συμπεθεριακό, το σόι της νύφης το πήγαινε σε ένα άλλο καλύβι και όχι σε αυτό που βρισκόταν η νύφη. Πριν μπούνε σε αυτό, έριχναν κουφέτα, ενώ όταν έμπαιναν τους περίμενε τραπέζι και χορός. Έως αργά το βράδυ γλεντούσαν κατ’ αυτό τον τρόπο. Κάποια στιγμή πάνω στο γλέντι, τα συμπεθέρια πήγαιναν στο καλύβι της νύφης και άλλαζαν τα «συβομάντηλα» και τα δαχτυλίδια που είχαν ανταλλάξει στους αρραβώνες και έπαιρνε ο κάθε ένας το δικό του. Η νύφη καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας, ακόμη και όταν το γλέντι τελείωνε και ο γαμπρός με το σόι του κοιμόταν, εκείνη δεν έβγαινε από το καλύβι της, όπου συντροφιά της έκαναν κορίτσια και γυναίκες από το σόι της, που της τραγουδούσαν.
Το πρωί της Κυριακής οι γυναίκες από το σόι της νύφης, τη στόλιζαν καθώς της τραγουδούσαν, ενώ εκείνη έκλαιγε (συνήθως). Στη συνέχεια, την κουκούλωναν και ο κουνιάδος της, της φορούσε τα παπούτσια. Εκείνη για να τον τιμήσει, του έδινε ως δώρο κάλτσες, έναν ντροβά και ένα μαξιλάρι. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι, όταν στόλιζαν τη νύφη της φορούσαν τον δικό της μπόχο, ενώ όταν ο κουνιάδος και ο πεθερός της την «δώριζαν», της έβαζαν το μπόχο που της προσέφερε η πεθερά της. Αυτό το μαντήλι ήταν δεμένο με τρόπο τέτοιο ώστε το πρόσωπο της νύφης να κρύβεται ως τη Δευτέρα που θα την «ξεκουκούλωνε» η πεθερά. Έπειτα, της κρεμούσαν στο λαιμό στολίδια και φλουριά. Κατόπιν, η νύφη χαιρετούσε με τη σειρά, αρχικά τους δυο γονείς της, έπειτα τα αδέρφια της (αν είχε) και τέλος όλους τους συγγενείς και φίλους της. Τους χαιρετούσε σκύβοντας και ασπάζωντας το χέρι τους, ενώ εκείνοι της έδιναν χρήματα (την κέρναγαν).
Εν συνεχεία, οι γυναίκες από το σόι της, την έβγαζαν από το καλύβι, την έβαζαν να χορέψει στην αυλή, ενώ η μητέρα της πετούσε ρύζι προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και μετά την παρέδιδαν στις συμπεθέρες. Εκείνες την έβαζαν πάνω στο άλογο και στο διπλανό τα προικιά της. Ο πατέρας της, πριν φύγουνε έζωνε το γαμπρό με ένα ζωνάρι κόκκινο, τον σήκωνε 3 φορές στα χέρια και τον «αξίωνε». Η μητέρα της, καθώς έφευγαν τους ράντιζε με αλατόνερο. Οι γονείς και το σόι της νύφης έμεναν πίσω στα καλύβια τους και δεν την ακολουθούσαν.
Στο δρόμο, ο γαμπρός με τους συμπέθερους πήγαιναν μπροστά και ακολουθούσε η νύφη πάνω στο άλογο, του οποίου το χαλινάρι κρατούσε ο πεθερός και πίσω ακολουθούσαν οι συμπεθέρες. Οι συμπεθέρες, μόλις έφταναν στα καλύβια του γαμπρού άρχιζαν να τραγουδάνε. Στη συνέχεια, τις ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι. Τότε τα πεθερικά έταζαν στο νέο ζευγάρι ότι είχαν ευχαρίστηση, σύμφωνα πάντα με την οικονομική τους δυνατότητα. Προτού η νύφη μπει στο καλύβι, έστρωναν μια λευκή βελέντζα και πάνω σε αυτή τοποθετούσαν ένα σίδερο, για να το πατήσει το νέο ζευγάρι, ώστε να είναι «σιδερένιοι». Έπειτα, η νύφη αλείφει με βούτυρο που της δίνει η πεθερά την πόρτα. Τέλος, πετούσε πίσω της 3 φορές κουφέτα με ένα πιάτο που τις έδινε η πεθερά και την τελευταία φορά πετούσε και το πιάτο. Η νύφη, κατόπιν, ασπαζόταν, το χέρι της πεθεράς και έμπαινε στο καλύβι.
Έπειτα, τελούνταν το μυστήριο του γάμου. Κατά τη διάρκεια του, οι άνδρες σήκωναν στα χέρια τον κουμπάρο και του φώναζαν «άξιος». Μετά το πέρας του μυστηρίου, έβαζαν στην αγκαλιά της νύφης ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, ώστε να αποκτήσει απογόνους και να «προκόψει» στη νέα της ζωή. Η νύφη έδινε στα δυο παιδιά κουφέτα, ενώ η πεθερά κερνούσε τους νιόπαντρους και τους ευχόταν.
Μετά ο γαμπρός και υπόλοιποι πήγαιναν σε άλλο καλύβι και για να αρχίσει το γλέντι. Κατά τη διάρκεια του γλεντιού, κάποιες κοπέλες πήγαιναν στο καλύβι του κουμπάρου και έπαιρναν ένα μπουκάλι κρασί, ένα ταψί κρέας ψημένο, μια κουλούρα ψωμί και κάποια γλυκίσματα. Αυτά τα έδιναν στην κουμπάρα, η οποία και κερνούσε. Καθ’ όλη τη διάρκεια του γλεντιού, που διαρκούσε έως και το πρωί της Δευτέρας, η νύφη ήταν κουκουλωμένη.
Το πρωί της Δευτέρας, η πεθερά «ξεκουκούλωνε» τη νύφη αφού της είχε τάξει πρώτα διάφορα πράγματα. Ύστερα, έστρωναν στην αυλή μια βελέντζα και πάνω της άνοιγαν τα προικιά. Ο μπράτιμος και ο κουμπάρος, όταν άνοιγαν τα προικιά έψαχναν να βρουν ένα σακουλάκι με κουφέτα και ζαχαράτα, που ήταν ανάμεσά τους. Ο κουμπάρος έσπαγε την κουλούρα της νύφης πάνω στα προικιά της και μαζί με τον μπράτιμο πηδούσαν 3 φορές πάνω από αυτά. Έτσι, άρχιζε και ο χορός και τα τραγούδια. Η νύφη προσέφερε από μια βελέντζα στον πεθερό και τον κουμπάρο της.
Καθ’ όλη αυτή την περίοδο ο γαμπρός έμενε μακριά από το καλύβι που ήταν η νύφη. Οι νεόνυμφοι συναντιόταν για πρώτη φορά το βράδυ της Τρίτης. Την Τετάρτη το πρωί μαζεύονταν να δούνε το σεντόνι για να βεβαιωθούν ότι η νύφη που πήραν ήταν «καλή»! Αν όντως η νύφη ήταν «καλή» πυροβολούσαν στον αέρα!