Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Αφιέρωμα: Σαρακατσάνοι

Ο Γάμος (Η Χαρά)
Οι Σαρακατσάνοι ονομάζουν τον γάμο χαρά, καθώς αποτελούσε το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή τους, τη μεγαλύτερη χαρά. Στους ανύπανδρους ευχότανε : «Κι σ' τ'ς χαρές σας οι ανύπανδροι».


Η παντρειά στους Σαρακατσάνους γινόταν, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του ΄50, με προξενιό, ήταν δηλαδή υπόθεση της οικογένειας και όχι της κοπέλας.
Ωστόσο, υπήρχαν και περιπτώσεις που δυο νέοι αγαπιούνταν και δεν συνηγορούσαν οι γονείς τους. Τότε γινόταν κλέψιμο ή απαγωγή της κοπέλας.
Του γάμου ή της χαράς προηγούνταν οι αρραβώνες ή τα συβάσματα.
Οι Σαρακατσάνοι δεν ζητούσαν ποτέ προίκα. Σημασία είχαν οι άνθρωποι, το ποιόν τους και όχι η προίκα, που θα τους συνόδευε.
Τα κριτήρια επιλογής ήταν κυρίως το σόι της νύφης («από πιανούς είνι») και μετά η ομορφιά και η εργατικότητά της.
Οσον αφορά στον γαμπρό, σημασία για την οικογένεια της νύφης είχε να είναι ικανός στις δουλειές. Μετρούσε στην κρίση τους να ξέρει και γραφή, λογαριασμό και ανάγνωση. 

Το έθιμο πρόσταζε ο Σαρακατσάνος να νυμφεύεται πάντα Σαρακατσάνα. Και αυτό, επειδή η θέση της γυναίκας στη σαρακατσάνικη κοινωνία, η σκληρή ζωή της, η ιδιορρυθμία γενικά του τρόπου ζωής της, δεν άφηναν περιθώρια για επιλογή άλλης γυναίκας, εκτός από Σαρακατσάνας.
Αυτός ο «περιοριστικός όρος» στην επιλογή συντρόφου, καθώς και η απομόνωση των Σαρακατσάνων λόγω νομαδικού τρόπου ζωής, συντέλεσαν ώστε να διατηρηθούν αμιγείς τόσο η ελληνική γλώσσα, όσο και η νοοτροπία, οι συνήθειες και οι συμπεριφορές.
Πριν το γάμο έπιαναν τα προζύμια στο σπίτι του γαμπρού για να ζυμώσουν την «κ'λούρα» (κουλούρα) του γαμπρού. Τα προζύμια «έπιανε» μια κοπέλα ανύπανδρη, υγιής, με μάνα και πατέρα, που να μην ήταν δηλ., ορφανή. Έτσι πίστευαν οι Σαρακατσάνοι πως ο γάμος θα ήταν ευλογημένος και χωρίς θανάτους.
Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι που συνόδευε το έθιμο:
Ανάχλιο, ανάχλιο είν΄το νερό
κι αφράτο το προζύμι
κόρη ξανθιά τ' ανάπιανε
με μάνα και πατέρα
μ' αδέρφια με ξαδέρφια
με θειάδες με λαλάδες.
 Ο Φλάμπουρας
 Σύμβολο και «σήμα κατατεθέν» του σαρακατσάνικου γάμου είναι ο φλάμπουρας, ο οποίος θεωρείται εξέλιξη του βυζαντινού λαβάρου.
Αποτελείται από ένα μακρύ ξύλο, που χρησιμεύει ως κοντάρι της σημαίας. Στην κορυφή γίνεται ο ξύλινος σταυρός, στις τρεις κορυφές του οποίου τοποθετούνται τρία ολόκληρα μήλα ή ρόιδα, σύμβολα υγείας και γονιμότητας.

Στο κοντάρι ράβεται το μαντίλι, το οποίο είχε απαραίτητα σταυρό στη μέση. Το μαντίλι στολιζόταν με φρέντζες (διάφορες κορδέλες) και χαρχαγγέλια (κουδουνάκια). Σε παλαιότερη μορφή του ο φλάμπουρας ήταν πορφυρός, ενώ στις νεότερες εκδοχές του κυριαρχούν τα χρώματα της ελληνικής σημαίας δηλ., άσπρο και γαλάζιο.
Η κατασκευή του γινόταν με ιδιαίτερη ιεροτελεστία (με χορούς και ειδικά τραγούδια). Ο μπράτιμος ή φλαμπουριάρης ήταν ο συνοδός του γαμπρού και ο φύλακας του φλάμπουρα.
Με τον φλάμπουρα ξεκινούσε ο γάμος και το γλέντι. Ο κάθε πρωτοχορευτής τον κρατούσε ψηλά να προηγείται του χορού.
 Το τσελιγκάτο
Το τσελιγκάτο ήταν ένας συνεταιρισμός που φρόντιζε για την εκμετάλλευση της παραγωγής. Ήταν όμως και κοινότητα και συντεχνία, και οργανωμένος πυρήνας ζωής.
Η οργάνωση του τσελιγκάτου γινόταν με τέτοιο πνεύμα, ώστε σπάνια προέκυπταν διαφορές, που όταν όμως αναφύονταν λύνονταν συμβιβαστικά.
Το τσελιγκάτο αποτελούνταν από 20 έως 60 οικογένειες. Επικεφαλής του ήταν ο κεχαγιάς (αρχιτσέλιγκας). Αυτός καθόριζε που θα στηνόντουσαν τα καλύβια, δηλ. το μέρος που θα «κόνευαν».
Η ομαλή λειτουργία του τσελιγκάτου στηριζόταν στην αρχή πως θα εργαζόταν όλοι, συμπεριλαμβανομένου του τσέλιγκα, που έπρεπε να είναι πρότυπο για τους υπολοίπους και να εμπνέει σεβασμό. Να είναι ο πιο γραμματισμένος, κοινωνικός, μετριοπαθής, γενναίος, συνετός, σοφός και τίμιος, καθώς και παλληκάρι.
Ο τσέλιγκας εκπροσωπούσε παντού το τσελιγκάτο, ρύθμιζε την κοινωνική και οικονομική ζωή της στάνης.

Το εθιμικό Δίκαιο των Σαρακατσάνων και τα σ΄ναφικά δικαστήρια
 Παλαιά οι Σαρακατσάνοι δεν λύνανε τις διαφορές τους στα δικαστήρια, αλλά με τις συμβουλές των γερόντων και την απόφαση του τσέλιγκα (του «κεχαγιά»). Επίσημα έγγραφα δεν υπήρχαν, ωστόσο η απόφαση ήταν εκτελεστή.
Κανείς δεν διανοήθηκε ποτέ να μην εφαρμόσει την απόφαση των γερόντων. Στον άγραφο νόμο υπάκουε και ο κεχαγιάς. Σε αντίθετη περίπτωση οι κυρώσεις για αυτόν ήταν βαρύτερες.
Στα δικαστήρια αυτά, που γινότανε στο πλαίσιο του τσελιγκάτου και λεγότανε «σ΄ναφικά», μπορούσε να προσφύγει όχι μόνο ο αδικημένος, αλλά και όποιος τρίτος για λογαριασμό του αδικημένου.
Παράδειγμα «υπόθεσης» «σ΄ ναφικού» δικαστηρίου παραθέτει ο δικηγόρος- συγγραφέας Δημήτρης Γαρούφας στο βιβλίο του «Σαρακατσάνικη παράδοση. Η κληρονομιά μιας πανάρχαιας φυλής».
«Στο 1860 περίπου σ΄ένα τσελιγκάτο στη Ροδόπη, κάποιος αρχιτσέλιγκας ξέφυγε απ΄ τον σωστό δρόμο. Άρχισε να κλέβει τους άλλους και να συμπεριφέρεται βάναυσα και αλαζονικά. Στο τέλος ατίμασε και μια ορφανή κόρη εκμεταλλευόμενος τη σχέση που υπήρχε ανάμεσά τους και το γεγονός ότι ήταν ορφανή κι' απροστάτευτη, και για να αποφύγει την κατακραυγή την πάντρεψε στα γρήγορα χωρίς να ρωτήσει τους συγγενείς της. Επιπλέον φοβούμενος την οργή των μελών του τσελιγκάτου άρχισε να συνεργάζεται με τους Τούρκους. Τότε το ποτήρι ξεχείλισε.
Μαζεύτηκαν οι γερόντοι για να τον δικάσουν. Και είναι η μοναδική δίκη που κρατήθηκαν πρακτικά, κατά κάποιο τρόπο, από κάποιον εγγράματο γέροντα, από τον Κωσταντή Δαλακούρα.
Τον καταδίκασαν σε θάνατο για τα όσα έκανε και έστειλαν με αντιπροσωπεία την απόφαση στον Τούρκο διοικητή της περιοχής να την εκτελέσει. Ο τούρκος διοικητής αντέδρασε στην αρχή μα σαν είδε πως όλα τα τσελιγκάτα της περιοχής επέμειναν στην καταδίκη, εκτέλεσε την απόφαση και σκότωσε τον βάναυσο αρχιτσέλιγκα.»

Το έθιμο της «Σταυραδερφοσύνης» (αδελφοποίηση)
 Η «σταυραδερφοσύνη», ή αδελφοποίηση είναι θεσμός του λαϊκού εθιμικού δικαίου. Ο αδελφικός δεσμός, που αναπτύσσεται μεταξύ δυο ατόμων και που πετυχαίνεται με κάποια συμβολική τελετή ή ιεροτελεστία. Δημιουργείται ένας ισχυρός δεσμός φιλίας, που συνεπάγεται τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχέση μεταξύ πραγματικών αδελφών.
Ο τρόπος που γίνεται κανείς σταυραδερφός είναι βασικά να χαρακτεί η φλέβα στο εσωτερικό του βραχίονα και των δυο που έχουν συμφωνήσει να αδελφοποιηθούν, και να πιούν λίγο αίμα, ο ένας από τον άλλο.
Στη δύσκολη ζωή τους οι Σαρακατσάνοι ήταν πάντοτε αντιμέτωποι με κινδύνους, προερχόμενους είτε από τα στοιχεία της φύσης, είτε από ληστές κλπ. Γι αυτό και είχαν ανάγκη από υποστήριξη. Έτσι το έθιμο της αδελφοποίησης ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στους Σαρακατσάνους.
Στο πανάρχαιο έθιμο της «σταυραδερφοσύνης» αναφέρεται ο «σταυρωτός χορός», που χορεύεται ακόμη και σήμερα από τα χορευτικά των Σαρακατσάνων.

 Τα γκουρμπάνια
 Ήταν τα γλέντια με αφορμή κάποιο τάμα.
Το γκουρμπάνι ήταν τάμα από τον εορτάζοντα ή από τη μάνα ή τον πατέρα του.
Έταζαν σε κάποιον άγιο και έσφαζαν αρσενικό αρνί.
Έστρωναν τις τάβλες* κάτω, έβαζαν το ψητό κρέας, τις ειδικά ζυμωμένες για την περίσταση κουλούρες. Οι καλεσμένοι καθόντουσαν πίσω από τις τάβλες και το γλέντι άρχιζε με τραγούδια για το γκουρμπάνι.
* Η ταύλα είναι στενόμακρο δίχρωμο βαμβακερό ύφασμα, στολισμένο με ταινίες και φούντες που σχημάτιζαν σταυρούς. Στρωνόταν κατάχαμα για τα γιορτινά πολυπρόσωπα γεύματα.

 Η Σαρακατσάνικη Φορεσιά
 Στις φορεσιές τους οι Σαρακατσάνοι χρησιμοποιούσαν πολλά συμβολικά στοιχεία. Οι ερευνητές πιστεύουν πως τα σχήματα, πάντα αυστηρά γεωμετρικά, πάνω στις γυναικείες κάλτσες συμβόλιζαν το σύμπαν.
Μερικά ανέκδοτα σαρακατσάνικα τραγούδια
 Ντουλμπεράκι
 Να τραγουδήσω ήθελα, ντουλμπεράκι,
ορέ, ντουλμπέρι, ντουλμπεράκι,
κι δεν μπορώ ο καημένος.
Ημουν κι λίγο άρρωστος
κι λίγο λαβωμένος
ούδι σπαθί μι λάβωσε
ούδι κ΄από ντουφέκι
μι λάβωσε ναι λυγερή
και μικροπαντρεμένη,
είχε το μάτι γιον ελιά
το φρύδι γιον γαϊτάνι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα
Δώδεκα χρόνους έκαμα
μεσ΄ του Μωριά λεβέντης
μι κάναν δεν ημάλουσα
μι Τούρκους μι Ρουμαίους
και τώρα πως μου γίνηκι
κι θέλω να μαλώσω
αυτός ο Τσέλιος ο οχτρός
κι ο σκύλο-Μουραϊτης
που δεν μ΄αφήνει να διαβώ
μεσ΄ του Μωριά να πάω
να πάω να μάσω τ' άσπρα μου
που τά 'χω δουλεμένα.
Χειμώνας και Χινόπουρος
Χειμώνας και Χεινόπουρους
αντάμα τρων' κι πίνουν
καλέσαν και την Άνοιξη
να πάει να τη φιλέψουν
Η Άνοιξη καμάρωνε
Που ΄χει πολλά λουλούδια.
-Μην καμαρώνεις, Άνοιξη,
που 'χεις πολλά λουλούδια
θα να' ρθω ΄γω ο Χινόπουρος
κι θα σ΄ τα μαραγκιάσω.
Ποιος έλατος κρατάει βροχή
Ποιος έλατος κρατάει βροχή
κι ποια κορ΄φη τα χιόνια
ποια σκύλα μάνα του ' πε αυτό
τ' αδέρφια δεν πονιόνται;
τ' αδέρφια σκίζουν τα βουνά
κ' οι αδερφές τους κάμπους
κ' η μάνα που 'χει τον καημό
κι τον πολύ τον πόνο
η μάνα σκί'ει τη θάλασσα
οσπού να τ' ανταμώσει.
Μι του Θεού το θέλημα
Μι του Θεού, Θεού το θέλημα
κι με της Πανα(γ)ϊας
θαρρούν να κάμουν, Ζιάκα μ' πόλεμο
θαρρούν να πολεμήσουν.
Εσείς βουνά μ', βουνά μ', τα Γρεβενά
κι πεύκα του Μετσόβου
λίγο να χαμ(π)ηλώσετε
κανά ντουφέκι κάτω
για να φανούν, Ζιάκα μ', τα Γρεβενά,
κ΄αυτός ο Μέγα Σπήλ'ιος,
για να φανεί , φανεί κ' ο πόλεμος
πώς πολεμάν οι κλέφτες,
πως πολεμάν, Ζιάκα μ',
ζαρκά παιδιά
ζαρκά κι στο γιλέκι,
πέφτουν τα τόπια γιον βροχές
γιολλέδες γιον χαλάζι
πέφτουν τα κλεφτοντούφεκα
γιον σιγανή βροχούλα
πέφτουν τα τουρκοκέφαλα
γιον φύλλα από τα δέντρα
κι 'σύ, Ζιάκα μ', στη φυλακή,
στην έρημη την πράγγα.
Εγώ ήμουν το φτωχό παιδί
Εγώ ήμουν το φτωχό παιδί
πού ΄χα νια χήρα μάνα
με 'στειλε και ροϊάστηκα
σ' έναν κακόν αφέντη
βαριά δουλειά που μ' έβανε
εμένα τον καημένο
να στέκ'(ω) ορθός να τον κερνώ
να τραγουδάω να πίνει
και από το συχνοκέρασμα
και απ' τα ψιλά τραγούδια
τρεμούλιαξαν τα χέρια μου
κι σπάω το (μ)ποτήρι
κυρά μου χαμογέλασε
κ' αφέντης φοβερίζει.
- Μην το μαλώνεις το παιδί
κι μην το παραπαίρνεις
είναι μικρό κ' ανήξερο
τις στράτε(ι)ς δεν τις ξέρει.
Ένας γέρο- γέροντας
Ένας γέρο- γέροντας,
Ούδε κι τόσο γέροντας
Τετρακόσιο δυο χρονών,
Φάρο καβαλίκεψε
Τα βουνά λοϊριζε
-Ρε, βουνά, ρε, βουνά, καλά βουνά,
δεν με ξανανιόνετε
εμένα κι τον φάρο μου
- Ο φάρος ξανανιώνεται
'συ δεν ξανανιώνεσαι,
Γιατί ΄σε γέρο- γέροντας.

Οι σαρακατσάνικοι χοροί

 Γενικά χαρακτηριστικά
  • Οι Σαρακατσάνικοι χοροί χορεύονται πάντα χωρίς «κομπανία», με «το στόμα». Τραγουδιστές και χορευτές ταυτίζονται.
  • Κάθε χορευτής έχει το δικό του τραγούδι, που το λέει όταν γίνει πρώτος και σύρει τον χορό.
  • Χορεύουν πάντα χωριστά οι γυναίκες από τους άνδρες. Αν χρειαστεί να μπουν στον ίδιο κύκλο, τηρούνται κάποιοι κανόνες. Μπροστά οι άνδρες και πίσω οι γυναίκες. Επίσης, ο τελευταίος άνδρας του κύκλου πρέπει να είναι συγγενής της πρώτης γυναίκας με την οποία πιάνεται με μαντήλι. Ποτέ χέρι με χέρι. 

  • Έχουμε στον ίδιο κύκλο δυο παρέες αντίφωνες, αλλά μόνο έναν πρώτο . Λέει η πρώτη παρέα το πρώτο μέρος (μια μουσική φράση) του τραγουδιού και επαναλαμβάνει η δεύτερη το ίδιο, ενώ χορεύουν όλοι μαζί. Αντίφωνες παρέες, όπου απαιτείται μπορεί να είναι οι άνδρες πρώτη παρέα και οι γυναίκες δεύτερη ή αντίστροφα.
  • Σε κάθε χορό οι κινήσεις των γυναικών είναι πολύ μετρημένες και σεμνές. Ποτέ η γυναίκα δεν πηδάει και τα καθίσματά της είναι ανεπαίσθητα, περισσότερο τσάκισμα παρά «κάτσα», ενώ τα μάτια είναι πάντα χαμηλά. Και στους άνδρες σπάνια έχουμε πήδημα ψηλά, ενώ πολύ συχνά έχουμε «κάτσα», δηλαδή κάθισμα. Πάντα στην «κάτσα» το κορμί είναι όρθιο, περήφανο.
  • Σε κάθε χορό έχουμε τον πρώτο που διευθύνει και συντονίζει το τραγούδι και τις κινήσεις ολονών. Πρόκειται για θαυμαστή διαιώνιση του αρχαίου «προεξάρχοντος» και του υπόλοιπου χορού.
  • Στο τραγούδι του χορού έχουμε κάποια επιφωνήματα, όπως «εχ!μωρέ!», «γιέ μου!, «ώ!πά!» κλπ., που παίζουν ρόλο συντονιστικό και πολλές φορές συμπληρώνουν το μέτρο.
  • Σχεδόν κυριαρχεί το βήμα «σύνθετο ? με το βάρος του σώματος ριγμένο στο πίσω πόδι και ελαφρό σύρσιμο προς τα εμπρός. Είναι η προετοιμασία η επιφυλακτική πριν την τελική έφοδο. Κι έτσι οι περισσότεροι Σαρακατσάνικοι χοροί είναι πολεμικοί με επικό χαρακτήρα.
  Αινίγματα  
  • Άσπρος κάμπος, μαύρα πρόβατα. (το βιβλίο)

  • Τρεις περνούν ένα γεφύρι ο ένας βλέπει, πατάει και περνάει
    ο άλλος βλέπει, δεν πατάει αλλά περνάει
    κι ο άλλος ούτε βλέπει, ούτε πατάει, αλλά περνάει.
    (έγκυος γυναίκα μ' ένα παιδί στην αγκαλιά)
 
  • Έχω ένα κουτί που 'χει μέσα κατιτί αν χαθεί το κατιτί τι το θέλω το κουτί;
    (το μυαλό)
 
  • Φτωχός γέρος μαζεμένος με σαράντα πουκάμισα ντυμένος.
    (το λάχανο)
 
  • Τρώει ξύλα και τρέφεται πίνει νερό πεθαίνει.
    (η φωτιά)
 
  • Σκίζω- μίζω το δεντρί, Βγάνω νύφη και γαμπρό,
    πεθερά κι πεθερό
    κι δυο καλά σκαφίδια.
    (η κοκόσα δηλ., το καρύδι)

Παροιμίες  
  • Ό,τι βοηθάει η νύχτα κ' η αυγή δεν βοηθάει η μάνα κι η αδερφή.
  • Αλλιά από μένα σήμερα και σένα παραπέρα.
  • Ας μι λένι κεχαήνα κι ας πιθαίνω απ' την πείνα.
  • Πότι γίγκεις κουλουκύθ' πότε στράβουσε η νουρά σ';
  • Φέρνει η σκούφια μ' γυρ'βουλιά.
  • Κάτσε πίτα να σε φάω.
  • Δεν έχουμε τσιμπλουμάτα, θέλουμε και μαυρομάτα.
  • Το αίμα νερό δεν γίνεται, κι αν γίνει δεν θολώνει.
  • Βοήθα Παναγιά, σπάρνα (προσπάθησε) να σε βοηθήσω.
  • Της μάνας τα μαλώματα, της πεθεράς τα χάδια.
  • Τι γυρνάς σα φτωχός συμπέθερος;
  • Δε σε θέλουν στο χωριό, ρωτάς τ' παπά το σπίτι;
  • Το καλό τα' άλογο κάτ' απ' το παλιοσάμαρο φαίνεται.
  • Κ'κιά (κουκιά) έφαγε, ρεβίθια μαρτυράει.
  • Κ'τσένει η γίδα απ' το κέρατο.
  • Βρουντάν' ούλα τα σίδηρα, βρουντάει κι η σακουράφα.
  • Πάρε νύφ' από συριά (σόι) κι σκύλα από κοπάδι.

2 κομεντς:

Niatta είπε...

http://e-crochet.blogspot.gr/2012/08/4.html έχω λεπτομέρειες για τον τρόπο κεντήματος της σαρακατσάνικης βελονιάς, αν φυσικά σας ενδιαφέρει. Καλή συνέχεια!

Κωσταδακι είπε...

φυσικά και μας ενδιαφέρει και σε ευχαριστώ πάρα πολύ. θα φτιάξω ένα αφιέρωμα κάποια στιγμή και θα βάλω το link σου μαζί με το όνομά σου.

Δημοσίευση σχολίου