Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

του μπαλκονιου το καγκελο

   καθε μερα ειναι εκει. σαν σε ραντεβου. πιστη. ουτε λεπτο πριν, ουτε λεπτο μετα. μια γριουλα γυρω στα εβδομηντα πεντε, ντυμενη παντα με την ιδια γκρι ρομπιτσα της και τα μαλλια της πιασμενα σε εναν σφιχτο κοτσο. δε κοιταει δεξια και αριστερα, δε την ενδιαφερει τι κανει ο ενας και ο αλλος. γεννημενη θαρρεις σε αλλο κοσμο, ή ακομη και ζωντας σε αλλο κοσμο. στον δικο της κοσμο.

   την παρατηρησα μια μερα τυχαια, μια απο εκεινες τις αξημερωτες νυχτες που με ζαλισμενο απο την αϋπνια κεφαλι, σηκωθηκα με το ζορι απο το κρεβατι και βρεθηκα στο μπαλκονι ακουμπησμενη στα καγκελα να κοιταω τα κτηρια γυρω μου. ψηλες, γκριζες και τοσο ψυχρες πολυκατοικιες υψωνονταν τριγυρω. τα πατζουρια σφαλιστα, ο κοσμος ακομη κοιμαται. μπαινω μεσα, πεταω σε ενα ποτηρι ενα κουταλακι νες καφε, ριχνω λιγο νερο και γαλα, ανακατευω ανορεκτα. αρπαζω τα τσιγαρα απο το τραπεζι και βγαινω εξω. σε μια κινηση μου και καθως εψαχνα με το βλεμμα μου το τασακι την ειδα εκει, στο παραθυρο να ποτιζει το γλαστρακι με εναν καταπρασινο βασιλικο. καθισα για λιγο να την κοιταζω με το τσιγαρο ακομη σβηστο στο στομα μου. οι κινησεις της ηταν τοσο ηρεμες, τοσο αρμονικες και νομισες πως με τον τροπο που ακουμπουσε ενα ενα τα φυλλαρακια του βασιλικου πως επιανε κατι ακριβο, κατι πολυτιμο. αφου τελειωσε με το ποτισμα και το καθαρισμα εκλεισε τα ματια κι εμεινε εκει να τον μυριζει. αν εβλεπες ποσο ευτυχισμενη εδειχνε!

   εκλεισε το παραθυρο και τραβηξε την κουρτινα. παει, λεω. κοιταξα ξανα γυρω μου, κανεις. δεν ειχε ξημερωσει καλα καλα, για ποιο λογο να ξυπνησουν θα μου πεις; μηπως εχουν ολοι αϋπνιες σαν κι εμενα; αναψα το τσιγαρο μου και πηρα μια ρουφηξια απο τον καφε μου. αηδια. τι τους θελω εγω τους καφεδες; γερνω με προσοχη προς τα πισω το κεφαλι μου να ξεπιαστει, λιγο δεξια, λιγο αριστερα.. κι εκει την ξαναβλεπω. φοραει μια σκουρη γκρι κοντομανικη ρομπιτσα με ασπρα κουμπακια μπροστα, που φτανει μεχρι λιγο πιο κατω απο το γονατο και αποκαλυπτει τα γερασμενα μαυριδερα ποδια της. παρολο που ειναι αρκετα πιο ψηλα το διαμερισμα της απο το δικο μου μπορω να δω καθαρα στα αυτια της ενα ζευγαρι διαμαντενια κρεμαστα σκουλαρικια και στα λευκα μαλλια της ενα διχτακι να τα κραταει σφιχτα δεμενα κοντα στο κεφαλι της. κραταει στα χερια της ενα φλυτζανακι χρωματιστο -με ελληνικο καφε υποθετω- και καθεται σταυροποδι σε μια πλαστικη καρεκλα. ενα μικρο μπαλκονακι χωραει ισα ισα την καρεκλα της κι ενα μικρο παλιο ξυλινο επιπλακι με δυο πορτακια στην προσοψη του. στα καγκελα ακουμπουν μια σκουπα και μια σφουγγαριστρα, κατι σακουλες κι ενα τενεκεδακι απο μπογια. τα καγκελα φθαρμενα, ταλαιπωρημενα απο το χρονο, με τη ξεφτισμενη γκρι μπογια ν'αποκαλυπτει τη σκουρια.

   καθεται εκει ησυχα και πινει το καφεδακι της. που και που κλεινει τα ματια και σηκωνει το κεφαλι της ψηλα. σκεφτεται, προσευχεται, θυμαται..; ποιος ξερει. μπορει και να ονειρευεται, να φανταζεται πως ολα αυτα τα γκρι θηρια που υψωνονται απειλητικα γυρω της  ειναι δεντρα και ειναι η ιδια σε ενα δασος. ή ακομη καλυτερα στο χωριο. στο δικο της χωριο, εκει που μεγαλωσε. να προσπαθει να θυμηθει τη μυρουδια της βρεγμενης γης, της μουσκεμενης απο τη δροσια ατμοσφαιρας, τις πρωτες πρωινες ωρες. πως ειναι να ξυπνας το πρωι και να πινεις τον καφε σου στη φυση. να βλεπεις τον ηλιο να ανατελλει με κεινα τα ζωηρα πορτοκαλια του χρωματα! να κοιτας πεεεερα στον οριζοντα και να βλεπεις ουρανο. ισως αυτα να ονειρευεται. ισως παλι και να θυμαται. τον αντρα της, τα παιδια της, τα εγγονια της. αραγε εχει οικογενεια; εκει αναμεσα στα καγκελα του μπαλκονιου προσπαθω να διακρινω την εκφραση στο προσωπο της. τιποτα. δε βλεπω τιποτα. σηκωνεται με αργες κινησεις, ανοιγει την μπαλκονοπορτα και τρυπωνει μεσα.

   εκτοτε καθε φορα που θα τυχει να σηκωθω τοσο νωρις βγαινω κατευθειαν στο μπαλκονι μου και κοιταζω ψηλα. περιμενω να την δω. και ειναι παντα εκει, οπως ειπα, πιστη στο παντεβου της, με τις ιδιες ακριβως κινησεις στον ιδιο ρυθμο και με την ιδια ακριβως σειρα. μια τελετουργια πρωινη. την εψαξα και στο δρομο, στη γειτονια, δε την ειδα ποτε. ουτε μια φορα! να βγαινει, σκεφτηκα, απο το σπιτι; να εχει ισως καποιον να επισκεφτει; και ποση μοναξια αραγε να κρυβει; αυτη και η ψυχη της..


αναμεσα απ'τα καγκελα, αλλα οχι και τοσο πρωι, το Κωσταδακι

2 κομεντς:

Unknown είπε...

εκπληκτική αφήγηση, εκπληκτική περιγραφή, εξαιρετικό κείμενο...

Κωσταδακι είπε...

ευχαριστω πολυ @Kristy χαιρομαι πολυ που σου αρεσε

Δημοσίευση σχολίου